-
1 θέρος
θέρος, ους, τό, Sommer, Sommerzeit; Il. 22, 151 u. öfter; χείματος οὐδὲ ϑέρευς Od. 7, 118; οὔτ' ἐν ϑέρει, οὔτ' ἐν ὀπώρῃ 12, 76; Hes. O. 582; νότιον Pind. frg. 54; Folgde; τοὺς φέροντας χεῖμα καὶ ϑέρος βροτοῖς Aesch. Ag. 5; χειμῶνες ἐκχωροῦσιν εὐκάρπῳ ϑέρει Soph. Ai. 656; Sommerhitze, ἐν ϑέρει, Ggstz ἐν ψύχει, Phil. 18; Thuc. oft, u. sonst in Prosa. – Auch = die E rn te, ὅϑεν πάγκλαυτον ἐξαμᾷ ϑέρος Aesch. Pers. 808, wie Ag. 1640; τὸ γηγενὲς δράκοντος ὄφεος ϑέρος Eur. Bacch. 1025; sp. D., Agath. 71 (XI, 365); übertr., ϑέρος τὸ πρῶτον ἰούλων Callim. Del. 298; – auch in Prosa, ὁπότε ϑέρος μισϑοῖντο ἐκϑερί-σαι Dem. 53, 21; vgl. B. A. 265; σταχύων Plut. Fab. 2; Strab. VI, 264.
-
2 θέρος
A summer,χείματος οὐδὲ θέρευς Od.7.118
; ; ἐν θέρει, opp. ἐνψύχει, S.Ph.18; θέρεϊ or θέρει, Il.22.151, Hes.Op. 640; τὸ θέρος during the summer, Hdt.1.202; τοῦ θέρεος in the course of it, Id.2.24;τοῦ θέρους Ar.Fr. 463
; θέρεος or θέρους (without the Art.), Hes.Op. 462, Pl.Phdr. 276b, al.;τοῦ παρεστῶτος θέρους S.Ph. 1340
;τοῦ θ. εὐθὺς ἀρχομένου Th.2.47
;κατὰ θέρους ἀκμήν X.HG5.3.19
; θ. μεσοῦντος about mid summer, Luc.Hist.Conscr.1; esp. in Th., campaigning-season, , cf. 2.31, 6.8;τοσαῦτα μὲν ἐν τῷ θ. ἐγένετο 2.68
.II summerfruits, harvest, crop,θ. ἀλλότριον ἀμᾶν Ar.Eq. 392
, cf. D.53.21, AP11.365.3 (Agath.): pl., crops,PFlor.
150.5 (iii A.D.); θέρη σταχύων the ripe ears, Plu.Fab.2: metaph.,πάγκλαυτον ἐξαμᾷ θέρος A.Pers. 822
, cf. Ag. 1655;τὸ γηγενὲς δράκοντος.. θ. E.Ba. 1026
; of a horse's mane, v. θερίζω 1.3; of a youth's beard, Call.Del. 298, AP10.19 (Apollonid.); alsoτέμνεται τὸ ἱερὸν καὶ ἀπόρρητον θ. τοῦ θεοῦ Τάλλου Jul.Or.5.168d
.III Astron.,τὸ μέγα θ., ὅταν πάντες οἱ πλάνητες ἐν θερινῷ ζῳδίῳ γένωνται Olymp.in Mete.111.30
. -
3 θέρος
-
4 θέρος
θέρος, ους, τό (Hom.+; OGI 56, 41; PHib 27, 33; LXX, TestSol, Test12Patr, Philo; Jos., Ant. 5, 190; 212; Ar. 4:2 θέρη) summer Mt 24:32; Mk 13:28; Lk 21:30 (ZNW 10, 1909, 333f; 11, 1910, 167f; 12, 1911, 88). Fig. for heavenly bliss Hs 4:3 and 5 v.l. for θερεία.—B. 511; 1014f. DELG s.v. θέρομαι 2 (θέρος). M-M. -
5 θερος
- εος τό1) лето:(ἐν) θέρει и θέρεϊ или θέρευς Hom., τὸ θ. Her., τοῦ θέρεος и τοῦ θέρους Her., Arst., ἐν (τῷ) θέρει Thuc., Plat., θέρους Plat. летом, в течение лета; τοῦ θέρους εὐθὺς ἀρχομένου Thuc. тут же с наступлением лета; τοῦ παρεστῶτος θέρους Soph. в это лето, текущим летом; χατὰ θέρους ἀκμήν Xen. в разгар лета; θέρους μεσοῦντος Luc. в середине лета
2) урожай, жатваθέρη σταχύων и θέρη χρυσᾶ Plut. — созревшие колосья;
τὸ γηγενὲς δράκοντος θ. Eur. — выросшая из земли драконья жатва ( о посеянных Кадмом драконьих зубах), т.е. потомки Кадма;ἀλλότριον ἀμᾶν θ. погов. Arph. — убирать чужую жатву, пожинать плоды чужих трудов;πάγκλαυτον ἐξαμᾶν θ. Aesch. — пожать обильную жатву слез, хлебнуть вдоволь горя3) волосы, грива (sc. πώλου Soph.)παρειάων πρῶτον θ. Anth. — первый пушок на щеках
-
6 θέρος
θέροςsummer: neut nom /voc /acc sg -
7 θέρος
θέρος, ευς: warm season, summer (opp. ὀπώρη, late summer), Od. 12.76.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > θέρος
-
8 θέρος
θέρος, ους, τό, Sommer, Sommerzeit; Sommerhitze. Auch = die Ernte -
9 θέρος
τὸ θέρος, ους теплое время года, особ. лето -
10 θέρος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > θέρος
-
11 θέρος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > θέρος
-
12 θέρος
ο1) (тж. τό) лето; 2) жатва, уборка (зерновых);στο θέρο — во время жатвы, уборки
-
13 θέρος
лето.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > θέρος
-
14 θέρος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > θέρος
-
15 θέρος
-
16 θέρος
[тэрос] ουσ а. жатва, урожай. -
17 θέρος
été -
18 Θέρος, τρύγος, πόλεμος
Жатва, сбор винограда, война• Использовать всё возможное, если это необходимо• Для достижения цели все средства хорошиИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Θέρος, τρύγος, πόλεμος
-
19 θέρος,-οῦς
+ τό N 3 1-0-2-4-1=8 Gn 8,22; Jer 8,20; Zech 14,8; Ps 73 (74),17; Prv 6,8 -
20 εὔ-θερος
См. также в других словарях:
θέρος — θέρος, ο και θερός, ο θερισμός: Παίρνει τη γυναίκα του στο θέρο. το ους, καλοκαίρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θέρος — summer neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέρος — (I) ο 1. ο θερισμός 2. η εποχή τού θερισμού 3. παροιμ. «θέρος, τρύγος, πόλεμος» λέγεται για κάτι που δεν επιδέχεται αναβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρος, το με μεταβολή γένους]. (II) το (ΑΜ θέρος) μια από τις τέσσερεις εποχές τού χρόνου, η πιο ζεστή από… … Dictionary of Greek
Θέρος, Άγις — (Σπάρτη 1875 – Αθήνα 1961). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του ποιητή και λαογράφου Σπύρου Θεοδωρόπουλου. Το 1940, σε προχωρημένη ηλικία, δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή Τ’ ανθρώπινα (βραβείο υπουργείου Παιδείας) και ακολούθησαν διάφορα ποιητικά … Dictionary of Greek
Ἀλλότριον ἀμᾶς θέρος. — См. Жнет где не сеял … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀλλότριον ἀμῶν θέρος. — См. Жнет где не сеял … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
θέρει — θέρος summer neut nom/voc/acc dual (attic epic) θέρεϊ , θέρος summer neut dat sg (epic ionic) θέρος summer neut dat sg θέρω heat pres ind mp 2nd sg θέρω heat pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέρη — θέρος summer neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) θέρος summer neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) θέρω heat aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερέων — θέρος summer neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερῶν — θέρος summer neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέρεος — θέρος summer neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)